ἐμετική

ἐμετική
ἐμετικός
provoking sickness
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… …   Dictionary of Greek

  • τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”